- ωκυροης
- ὠκυρόηςὠκῠ-ρόηςдор. ὠκῠρόᾱς 2быстротекущий
(Ἀξιός Eur.; Θύμβρις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀξιός Eur.; Θύμβρις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωκυρόης — και δωρ. τ. ὠκυρόας, ὁ, Α (για ποταμό) ὠκύρ(ρ)οος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύρ(ρ)οος, κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
ὠκυρόη — ὠκυρόης masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυρόην — ὠκυρόης masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυρόαν — ὠκυρόᾱν , ὠκυρόης masc acc sg (epic doric aeolic) ὠκυρόης masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)